ἀλεγύνετε

ἀλεγύνετε
ἀλεγύ̱νετε , ἀλεγύνω
heed
aor subj act 2nd pl (epic)
ἀ̱λεγύ̱νετε , ἀλεγύνω
heed
imperf ind act 2nd pl (doric aeolic)
ἀλεγύ̱νετε , ἀλεγύνω
heed
pres imperat act 2nd pl
ἀλεγύ̱νετε , ἀλεγύνω
heed
pres ind act 2nd pl
ἀλεγύ̱νετε , ἀλεγύνω
heed
imperf ind act 2nd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • θοός — (I) θοός, ή, όν (Α) [θέω] (ποιητ. τ.) 1. δραστήριος, ευκίνητος ταχύς, ενεργητικός 2. (επίθ. για τα πολεμικά πλοία) ελαφρός, ταχύς («νηυσὶ θοῇσιν», Ομ. Οδ.) 3. φρ. α) «θοὴ νύξ» η νύχτα, επειδή έρχεται αιφνίδια, γρήγορα μετά τη δύση τού ηλίου, β)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”